πολιοῦχοι

πολιοῦχοι
πολιοῦχος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πολιοῦχοι — Πολιοῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • Βέροιας, Νάουσας και Καμπανίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία έχει έδρα τη Βέροια και στη δικαιοδοσία της υπάγονται 108 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωσή της, διακρίνεται σε 12 …   Dictionary of Greek

  • Ιουστίνα — I (Σικελία ; – Θεσσαλονίκη 387 μ.Χ.). Αυτοκράτειρα της Ρώμης. Ήταν κόρη του ύπατου Ιούστου, ο οποίος θανατώθηκε επί Κωνσταντίνου B’. Η Ι. ήταν εξαιρετικά όμορφη. Πολύ νέα παντρεύτηκε τον σφετεριστή του θρόνου, Μαγνέντιο, και το 353 μ.Χ. τον… …   Dictionary of Greek

  • Φιλέ (-έζ) — Μικρό νησί στον Νείλο, στα νότια του Ασουάν. Έχει μήκος 460 μ. και πλάτος 150. Σήμερα λέγεται Αλ Κισρ (= Το φρούριο) ή Γκαζίρατ Ανάς αλ Ουγκούτ (= Νησί του Ανάς αλ Ουγκούτ) από ένα παραμύθι στις Χίλιες και μια νύχτες. Πολιούχοι του νησιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”